ενωτικό(ν)

ενωτικό(ν)
το :

ενωτικό(ν) σημείο — грам, дефис, соединительная чёрточка; — знак переноса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενωτικό(ν)" в других словарях:

  • ενωτικό — το ένα από τα ορθογραφικά σημεία, μικρή οριζόντια γραμμή ( ), που σημειώνεται είτε στο τέλος της σειράς, όταν δε χωρεί η λέξη ολόκληρη και πρέπει να την κόψουμε και να τη χωρίσουμε (π.χ. παί ζω), είτε ύστερα από τις λέξεις Αγια , Αϊ , γερο , γρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • διαιρετικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να διαιρεί, να χωρίζει αρχ. 1. ο πρόσφορος για χωρισμό 2. αυτός που προφέρει αναλυτικά τις διφθόγγους 3. (ρητ.) μεριστικός 4. (λογ.) προερχόμενος από διαίρεση 5. το θηλ. ως ουσ. η διαιρετική κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

  • Δεμερτζής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1876 – 1936). Πανεπιστημιακός και πολιτικός. Ανέπτυξε γόνιμη συγγραφική δράση και το 1904 διορίστηκε υφηγητής στην έδρα του ρωμαϊκού δικαίου. Από το 1928 έως το 1935 δίδαξε ως τακτικός καθηγητής οικογενειακού δικαίου στη νομική σχολή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»